- μαργαρώδης, -ης, -ες
- γεν. -ους, αιτ. -η, πληθ. ουδ. -η, όμοιος με μάργαρο ή μαργαρίτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαργαρώδης — ώδες (Μ μαργαρώδης, ῶδες) [μάργαρος] αυτός που μοιάζει με μάργαρο ή με μαργαριτάρι («τοὺς μαργαρώδεις τῆς ἀληθείας λόγους», Στουδ. Θεόδ.) νεοελλ. φρ. «μαργαρώδη νέφη» (μετεωρ.) ακίνητα σχεδόν νέφη που μοιάζουν με θυσάνους ή με φακοειδείς… … Dictionary of Greek
μαργαριτάρι — Μαργαρώδης σκληρή ουσία που σχηματίζεται από διάφορα μαλάκια, με την εναπόθεση μαργαριτώδους οστράκου γύρω από ένα μικρό ξένο σώμα. Μαργαριτοφόρα δεν είναι μονάχα ορισμένα δίθυρα της θάλασσας και των γλυκών νερών, αλλά επίσης μερικά γαστερόποδα… … Dictionary of Greek
ναυτίλος — (nautilus pompilius). Τετραβράγχιο κεφαλόποδο της οικογένειας των Ναυτιλιδών. Το μαλάκιο αυτό έχει ελικοειδές όστρακο διατεταγμένο σε ένα επίπεδο η εσωτερική επιφάνεια είναι μαργαρώδης· ο χώρος που περικλείει το όστρακο υποδιαιρείται με τοιχώματα … Dictionary of Greek
αλιωτίδα — Γαστερόποδο της υφομοταξίας των προσωβραγχίων και της υπόταξης των ριπιδογλώσσων, γνωστό με την κοινή ονομασία αφτί της θάλασσας. Η επιστημονική της ονομασία είναι αλιώτις η φυματιοφόρος. Θαλάσσιο μαλάκιο, ζει σε όχι μεγάλα βάθη του Ατλαντικού… … Dictionary of Greek
μύδια — Κοινή ονομασία των μυτίλων, γένους διθύρων μαλακίων της οικογένειας των μυτιλιδών, της τάξης των νηματοβραγχιων. Τα μ. ζουν συγκεντρωμένα σε ομάδες και είναι προσκολλημένα με βύσσο στους βράχους, κάτω από το νερό, κατά μήκος των ακτών. Και τα δύο … Dictionary of Greek
ՄԱՐԳԱՐՏԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0218 Chronological Sequence: 5c, 10c, 13c ա. μαργαρώδης margaritae similis. Սեպհական մարգարտի. եւ Մարգարտատեսիլ. եւ Մարգարտախուռն. *Որպէս եւ ոչ քոզից (տացի) պայծառութիւն բանն, եւ մարգարտականն. Ածաբ. պասք. ՟Բ: *Ճաճանչաւոր եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)